ευκηλήτειρα

ευκηλήτειρα
εὐκηλήτειρα, ἡ (Α)
αυτή που θέλγει, που γαληνεύει, που καταπραΰνει («παίδων εὐκηλήτειρα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κηλήτειρα, θηλ. τού κηλήτωρ (< κηλώ «θέλγω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐκηλήτειρα — she that lulls fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκηλήτειραν — εὐκηλήτειρα she that lulls fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”